ασφαλτώνω

ασφαλτώνω
[-ώ (ο)] μετ. асфальтировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ασφαλτώνω" в других словарях:

  • ασφαλτώνω — (Α ἀσφαλτῶ, όω) ασφαλτοστρώνω, επικαλύπτω μια επιφάνεια με στρώμα ασφάλτου …   Dictionary of Greek

  • ασφαλτώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ασφαλτοστρώνω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»